- ἐπιλαβάς
- ἐπιλαβά̱ς , ἐπιλαβήtaking hold offem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιλαβή — ἐπιλαβή, ἡ (Α) [λαβή] 1. το να πιάνεις κάποιον από κάπου («πέπλων τ’ ἐπιλαβὰς ἐμῶν», Αισχύλ.) 2. λαβή … Dictionary of Greek